Άρθρο για τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές του κ. Τσακίρη Α. Γιώργου
Η βραδιά μετά το τέλος των εκλογών για την ανάδειξη των εκπροσώπων της χώρας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με διαπιστωμένη πλέον την μεγάλη διαφορά μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, «έκρυβε» μία απρόσμενη και βιαστική -κατά τη γνώμη μου- έκπληξη. Μία έκπληξη που, αν και συζητιόταν στα τραπέζια των πολιτικών αναλύσεων, και εναγωνίως περίμεναν τα στελέχη κυρίως της ΝΔ, δεν περίμεναν με τίποτε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, και όσοι με ψύχραιμο τρόπο ανέλυαν την πολιτική κατάσταση στη χώρα, αλλά και διεθνώς.
Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας, προσπαθώντας -πιθανόν- να κερδίσει τις εντυπώσεις εκείνο το δύσκολο, για τον ίδιο, βράδυ, ανήγγειλε την πρόθεσή του, αμέσως μετά το τέλος της 2ης Κυριακής των αυτοδιοικητικών εκλογών, να επισκεφθεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Παυλόπουλο, με σκοπό να του ανακοινώσει την παραίτηση της κυβέρνησής του, ώστε ο δεύτερος να προβεί στην προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών.
Πιστεύοντας πως θα αιφνιδιάσει -ίσως- τους πολιτικούς του αντιπάλους, ή και επηρεασμένος από έναν στενό κύκλο κομματικών του συμβούλων, αυτό που πιθανόν δεν έλαβε υπ’ όψιν του, είναι πως η κίνησή του αυτή, εκτός του ότι δεν αιφνιδίασε καθόλου, αντιθέτως, έβαλε τη χώρα σε μία άκρως παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, εφόσον αυτή διαδέχεται εκείνη των ευρωπαϊκών και των αυτοδιοικητικών εκλογών, ταυτόχρονα όμως και εν μέσω μιας ρευστής, τόσο πολιτικά, όσο και γεωστρατηγικά χρονικής περιόδου.
Με τις κυβερνήσεις σημαντικών ευρωπαϊκών χωρών (Μεγ.Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία) να αντιμετωπίζουν εξαιρετικά σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, γειτονικές προς Βορρά πρωτεύουσες να βρίσκονται σε πολιτική εγρήγορση (Τύρανα, Σκόπια) και την γειτονική Τουρκία να βρίσκεται μπροστά στις -παρανόμως ακυρωμένες- δημοτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη, κυρίως όμως να εντείνει τις προσπάθειές της για την επιβολή των απαιτήσεών της στην εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου στην Νότιο-Ανατολική Μεσόγειο, και στην ΑΟΖ της Κύπρου, η προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών στην Ελλάδα, μόνο ως λογική κίνηση δεν μπορεί να εκληφθεί.
Είναι πιθανό ο κ. Τσίπρας, να πιστεύει πως ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους η Ελλάς να χρειάζεται μία όσο το δυνατόν πιο σταθερή νέα κυβέρνηση, η οποία να μπορεί να αντιπαρατεθεί στα μεγάλα διεθνή ζητήματα που την περιμένουν.
Ποιος όμως εγγυάται πως η σημερινή κυβέρνηση, έχοντας στην «πλάτη» της την -κατά τη γνώμη μου- εντελώς λανθασμένη υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, μπορεί να διαχειριστεί επιτυχώς και αποκλειστικά προς την επίτευξη του μέγιστου εθνικού συμφέροντος, όλα τα ανωτέρω εξαιρετικά σημαντικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής;
Και ποιος μπορεί αλήθεια να ξεχάσει την πολιτική του «kazan-kazan», των κουμπαριών, των ζεϊμπέκικων και των «καραβιών που θα κινούνται ελεύθερα στο Αιγαίο», κάποιων προηγούμενων από τους σημερινούς κυβερνώντες;
Μπορεί τελικά η καθημερινότητα και το αίσθημα της «δικαιοσύνης κατ’ ισότητα και ισονομία», τομείς που η σημερινή κυβέρνηση διατείνεται πως έχει το πλεονέκτημα, ν’ αποτελέσουν τους μοναδικούς παράγοντες επιλογής της επόμενης κυβέρνησης από τους πολίτες;
Και ποιος εγγυάται πως στο χρονικό διάστημα μέχρι την διενέργεια των βουλευτικών εκλογών, δεν πρόκειται κάποιος άλλος, εξωγενής «αιφνιδιασμός», ν’ αλλάξει άρδην όλα τα δεδομένα;
Από την άλλη, είναι τα στελέχη αλλά και ο ίδιος ο πρόεδρος της ΝΔ, που προσπαθούν ανεπιτυχώς να κρύψουν την «δίψα» τους για την ανακατάληψη της εξουσίας.
Το επικοινωνιακό επιτελείο του κ. Μητσοτάκη, με κόπο προσπαθεί να συγκρατήσει τόσο τον ίδιο, όσο και τα στελέχη του κόμματος που βλέπουν την ημέρα των βουλευτικών εκλογών ως… «λύτρωση» από τα δεινά που η σημερινή κυβέρνηση συσσώρευσε στη χώρα(!)
Είναι τόσο σίγουροι πως πλησιάζει η ώρα που θ’ αναλάβουν και πάλι τα «ηνία» της χώρας, ώστε προβαίνουν σε τέτοιες δηλώσεις αλαζονικής υπεροψίας, που αφήνουν έκπληκτους ακόμη κι εκείνους που είχαν αρχίσει -ματαίως- να πιστεύουν, πως η ΝΔ και τα στελέχη της έχουν αλλάξει τη νοοτροπία των «εκ Θεού ηγεμόνων» που τους διακατέχει.
Κι ενώ στις εσωτερικές συζητήσεις τους, αρκετά από τα στελέχη του κόμματος, τόσο παλιά, όσο και νέα, εκφράζουν ανοιχτά την ανησυχία τους (το λιγότερο) για την ικανότητα του προέδρου τους να κυβερνήσει, οι αναστολές τους αυτές εξαφανίζονται «ως δια μαγείας» στον δημόσιο λόγο τους, με την προσμονή ίσως κάποιας… «θεσμικής» ανταμοιβής.
Στο όλο «σκηνικό», πρέπει να προστεθεί το «νέο» ΠΑΣΟΚ, το οποίο υπό τον «πολιτικό μανδύα» του «Κινήματος Αλλαγής», προσπαθεί να αποκτήσει κάποια από την παλιά «αίγλη» των επαναλαμβανόμενων κυβερνητικών θητειών του.
Η κα Γεννηματά, έχοντας πιθανότατα αντιληφθεί πως η όποια επόμενη κυβέρνηση θα χρειαστεί τους εκλεγμένους βουλευτές της ώστε να συγκροτηθεί μία σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, προβαίνει σε κινήσεις που στην ουσία την οδηγούν στο να «πατά σε δύο βάρκες».
Κι αυτό είναι κάτι που, εάν δεν διαθέτει κανείς άριστες γνώσεις «πολιτικών ισορροπιών», συχνά οδηγεί σε… πτώση.
Κι ενώ υιοθετεί την ρητορική της ΝΔ περί «στρατηγικής ήττας» του ΣΥΡΙΖΑ, ταυτόχρονα απομακρύνει από το κόμμα, εντελώς άκαιρα και στην αρχή της προεκλογικής περιόδου, τον κ. Βενιζέλο, «κόκκινο πανί» για τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Μια κίνηση που, όσες αντιρρήσεις κι εάν έχει κανείς για την πολιτική φυσιογνωμία του τελευταίου, κάθε άλλο παρά συσπειρώνει το εκλογικό «κοινό» του ΚΙΝΑΛ, σ’ έναν προεκλογικό αγώνα που ακόμη καλά-καλά δεν έχει αρχίσει.
Χωρίς έτι περαιτέρω να έχει δοθεί ένα, σαφές και εύκολα κατανοητό από τους πολίτες, νόημα σε αυτή τη «στρατηγική ήττα» του ΣΥΡΙΖΑ, εκτός εάν με αυτό εννοούν την -εντελώς ανέφικτη σήμερα- επιστροφή του τελευταίου στα ποσοστά που είχε τον Μάϊο του 2012, η κα Γεννηματά προσπαθεί να εμφανιστεί ως… «βασιλικότερη του βασιλέως», επιβάλλοντας το δικό της «θέλω» σ’ έναν κομματικό μηχανισμό και τα στελέχη του που ακόμη… δεν έχουν αποδεχθεί πλήρως την ίδια ως αρχηγό του κόμματος(!)
Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, τόσο σε αυτή του κ. Μητσοτάκη, όσο και αυτή της κας Γεννηματά, οι επίδοξοι διάδοχοί τους περιμένουν το απόλυτο «στραβοπάτημα» που θα οδηγήσει τους ίδιους στην αρχηγία (ή ανακατάληψη) του κόμματος.
Συνοψίζοντας, η εντελώς ακατάλληλη χρονική στιγμή για την προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών, έρχεται να συμπληρωθεί, τόσο από την αβεβαιότητα συγκρότησης μιας σταθερής και με σαφή πολιτικό προσανατολισμό κυβέρνησης την επόμενη μέρα των εκλογών, κάτι άκρως απαραίτητο στην μετά μνημονίων εποχή, όσο και από τις αναταράξεις στο εσωτερικό των κομμάτων, όλων των προαναφερόμενων κύριων διεκδικητών της εξουσίας.
Εν μέσω θέρους, με τους πολίτες να είναι αμφίβολο εάν θα «τείνουν ευήκοα ώτα» στους κομματικούς εκπροσώπους, οι βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου, αν και για κάποιους λειτουργούν ως «Σειρήνες της εξουσίας», είναι πιθανό τελικά το αποτέλεσμά τους να βρει τη χώρα «δεμένη στο κατάρτι» του πλοίου, που την ταξιδεύει στα ταραγμένα νερά του παγκόσμιου γίγνεσθαι.
Ίδωμεν…