51ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. `Εδώ το σινεμά δεν διασκεδάζει, παράγει Τέχνη`
Ενυπόγραφο Βασιλείου Πετρίνα
Σήμανε και φέτος η λήξη του φεστιβάλ και ακόμα δεν κατάφερα να βρω τα λόγια που θα αντιπροσωπεύσουν, στοιχειωδώς έστω, την εμπειρία που για μία ακόμη χρονιά αποκομίσαμε όλοι όσοι βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη στα πλαίσια αυτού. Η διοργάνωση και φέτος φιλοξενούσε ως επί το πλείστον πολύ αξιόλογες κινηματογραφικές παραγωγές, με αποτέλεσμα χρόνο με το χρόνο να ανεβάζει το επίπεδό της . Η κουλτούρα, η έμπνευση και η δημιουργικότητα αποτελούν τον βασικό άξονα του αγαπημένου καθιερωμένου ετήσιου δεκαήμερου στη Θεσσαλονίκη.
Η αλήθεια είναι πως τη φετινή χρονιά το φεστιβάλ δεν έδωσε ισχυρό παλμό με τις φαντασμαγορικές προβολές στην πρόσοψη του κινηματογράφου «Ολύμπιον», ούτε με τις αφίσες που δεν κοσμούσαν παρά μόνο τους χώρους του φεστιβάλ, και γενικά τίποτα στην πόλη δεν πρόδιδε την διεξαγωγή του συγκεκριμένου πολιτιστικού φαινομένου. Δεν έχω την πολυτέλεια να γνωρίζω τον λόγο, για τον οποίο δε δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στη «φιγούρα» του φεστιβάλ, αλλά δεν το βρίσκω και μείζονος σημασίας. Αυτό που αποτελεί αυτοσκοπό της διοργάνωσης (την προβολή καθ’ όλα καλών ταινιών) επιτεύχθηκε και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία.
Οι κατηγορίες στις οποίες ταξινομήθηκαν οι φετινές ταινίες του φεστιβάλ ήταν έξι, πέραν του διεθνούς και εγχώριου διαγωνιστικού.
1. Οι ¨ανοιχτοί ορίζοντες¨ , ενότητα που αναβιώνει μετά από μια διακοπή πέντε ετών, με διερευνητικό πνεύμα, θεματική τόλμη, εικαστική αρτιότητα και πρωτοτυπία καθρεφτίζουν ένα ευάλωτο κομμάτι της κοινωνίας, όπως είναι οι έφηβοι και τα παιδιά.
2. Οι ¨ημέρες ανεξαρτησίας¨ με ιστορίες οικουμενικής απήχησης εκφρασμένες από τη νέα διεθνή ανεξάρτητη κινηματογραφική σκηνή, φιλοξενούσαν ρετροσπεκτίβα στην κινηματογραφική πορεία του Apichatpong Weerasethakul. Μία επιπλέον κατηγορία συμπεριλήφθηκε στην ενότητα αυτή με γενικό τίτλο: Νέοι σκηνοθέτες.
3. Οι ¨Ματιές στα Βαλκάνια¨ που φιλοξενούν κάθε χρόνο τις σημαντικότερες βαλκανικές ταινίες πρόσφατης παραγωγής και ειδικά στο 51ο φεστιβάλ φιλοξενούσαν αφιέρωμα στην περίφημη σχολή κινουμένων σχεδίων του Ζάγκρεμπ (παρακάτω δίνεται εκτενής περιγραφή για τη σχολή αυτή).
4. Τα ¨Διεθνή Αφιερώματα¨ που κάθε χρόνο αναδεικνύουν την κινηματογραφική πορεία τεσσάρων σκηνοθετών, φέτος συμπεριέλαβαν τους εξής: Susanne Bier, Dorota Kedzierzawska, Mohamet Al-Daradji και Werner Schroter.
5. Το ¨πειραματικό Φόρουμ¨ που αποτελείται από κινηματογραφικές μορφές συχνά αντιταγμένες στην πρακτική της επικρατούσας εμπορικής και «ντοκιμαντερίστικης» κινηματογραφίας, φέτος φιλοξενούσαν αφιέρωμα στον Martin Putz και στο αυστραλιανό πειραματικό σινεμά. Και
6. Οι ¨Ειδικές προβολές¨ (φέτος 12 ταινίες) που επιλέγονται με προσοχή, προκειμένου να αναδεικνύουν την ευαίσθητη πλευρά του κινηματογραφικού οίστρου.
Σχετικά με τις ελληνικές ταινίες του φεστιβάλ και όχι μόνο
Παρακολουθώντας με μεγάλο ενδιαφέρον διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ, καταλήγω, χωρίς καμία διάθεση κινδυνολογίας ή ισοπέδωσης, στο συμπέρασμα, ότι ο ελληνικός κινηματογράφος είναι σε πολύ πρώιμο στάδιο σε σχέση τουλάχιστον με τον ευρωπαϊκό και τον βαλκανικό. Οι έλληνες σκηνοθέτες ταινιών μικρού και μεγάλου μήκους για κάποιο λόγο αποκλίνουν από το σκοπό τους (δηλαδή τη δημιουργία μιας άρτιας τουλάχιστον ταινίας) με αποτέλεσμα να παράγουν ένα άχαρο, άχρωμο, πρόχειρο, παλιομοδίτικο(με την έννοια του ξεπερασμένου) επιτηδευμένο, αποτυχημένο συνήθως αποτέλεσμα. Στην καλύτερη περίπτωση οι ελληνικές ταινίες βλέπονται. Στη χειρότερη…. δε βλέπονται! Στο φετινό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το χάσμα επιπέδου μεταξύ ελληνικών και διεθνών κινηματογραφικών παραγωγών ήταν αγεφύρωτο, καθώς οι δεύτερες ήταν μία προς μία μοναδικές και στην υπόθεση, και στη σκηνοθεσία, και στο cast των ηθοποιών, και στα νοήματα που διοχέτευαν στον θεατή. Υστερούμε σίγουρα σε έμπνευση αλλά και σε εκλεπτυσμό. Στις βραβευμένες μικρού μήκους ταινίες digi του φεστιβάλ Δράμας, που προβλήθηκαν στα πλαίσια του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μια αξιόλογη αριθμητικά μερίδα από τους θεατές έφυγαν στα μισά της προβολής. Και έρχομαι να ρωτήσω «τι το αξιόλογο βρήκε η κριτική επιτροπή του φεστιβάλ της Δράμας στις ταινίες αυτές, και τις ανέδειξε; Τι, που αυτοί που αποχώρησαν από την προβολή (σχετικώς δικαιολογημένα κατ’ εμέ) δεν κατάφεραν να αντιληφθούν; ». Η πρόχειρη αντιμετώπιση των κινηματογραφικών εγχώριων τεκταινόμενων είναι μία κατάσταση που λειτουργεί αμφίδρομα: από τους δημιουργούς στους κριτικούς και το αντίστροφο. Όσο αυτή διαιωνίζεται, αξιόλογες ελληνικές παραγωγές θα συναντούμε μόνο με τη μορφή έξαρσης (όπως το `Attenberg` της Αθηνάς Τσαγγάρη, όπως ο `Κυνόδοντας` του Γιώργου Λάνθιμου, κ.α.)
Ιδιαίτερη Μνεία
- Φέτος, στα πλαίσια του φεστιβάλ πραγματοποιήθηκε μία πλήρη ρετροσπεκτίβα του ταϊλανδού σκηνοθέτη Apichatpong Weerasethakul. Ο σκηνοθέτης αυτός θεωρείται φαινόμενου του art house ασιατικού σινεμά. Στα δικά μου μάτια αυτό που ξεχώρισε την σκηνοθετική άποψη του Αpichatpong είναι η παρατήρηση της εικόνας και η απόχρωση που αυτή λαμβάνει από εξωγενείς ή ενδογενείς παράγοντες. Δηλαδή, τα πλάνα του αποτελούν φωτογραφικά κάδρα, θα λέγαμε, τα οποία διανθίζονται από τα άτομα που μπαινοβγαίνουν στο χώρο και τον πλαισιώνουν, από τις φωνές, τις ομιλίες που ακούγονται ή από την φυσική φθορά που υφίσταται στη διάρκεια του χρόνου το συγκεκριμένο κάδρο. Με τον τρόπο αυτό σχηματίζεται μια ταινία (μικρού ή μεσαίου μήκους) της οποίας το σενάριο/ υπόθεση και η σκηνοθετική του απόδοση είναι μία αρκετά εξεζητημένη, καλαίσθητη και μοναδική έκφραση.
- Θα ήθελα να αφιερώσω μερικές γραμμές για να σχολιάσω την ταινία «Λυκόφως», η οποία προβλήθηκε στην κατηγορία special screenings. Η ταινία αυτή, σκηνοθετήθηκε από τον Gyorgy Feher το 1990 και αποτελεί την απάντηση σε αυτούς που, έχοντας συνηθίσει σε ταινίες με γρήγορες σκηνές και πυκνά νοήματα, δε δίνουν χώρο να κατανοήσουν τη σκηνοθετική οπτική των «περιττά- ξεχειλωμένων σκηνών» . Πρόκειται για μια υπόθεση μυστηρίου, που παρακολουθείται με πλήρη κανονικότητα του χρόνου με άρτια σκηνοθετική επιμέλεια. Δεν υπάρχει ωραιοποίηση ούτε κόψιμο των σκηνών, με άμεσο συνεπακόλουθο την ταύτιση του θεατή με τον πρωταγωνιστή και τον ολόπλευρο φωτισμό της υπόθεσης. Το cast των ηθοποιών είναι αμιγώς εξαιρετικό.
- Η κατηγορία «Ματιές στα Βαλκάνια» φιλοξενούσε φέτος αφιέρωμα στη σχολή του Ζάγκρεμπ. Πρόκειται για την φημισμένη σχολή κινουμένων σχεδίων που δημιουργήθηκε στην Κροατία τη δεκαετία του 50΄, με βασικά χαρακτηριστικά τον λυρισμό, την έλλειψη διαλόγων, την έκφραση μέσα από τη μουσική και τους ήχους, την τολμηρή θεματική και τα στοιχεία avant garde. Ο πολυβραβευμένος καρτουνίστας της σχολής του Ζάγκρεμπ Dovnikovij Borivoj εμφανίστηκε στο φεστιβάλ και εισηγήθηκε ενός masterclass.
- Το αμφιλεγόμενο… αριστούργημα (κατά τη γνώμη μου) της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, Attenberg, συμμετείχε στο διαγωνιστικό μέρος του φεστιβάλ τόσο στο εγχώριο όσο και στο διεθνές. Και στις δύο προβολές της ταινίας , οι κινηματογραφικές αίθουσες ήταν ασφυκτικά γεμάτες. Η σκηνοθέτης μέσα από μία μινιμαλιστική οπτική αναδεικνύει με περίτεχνο τρόπο τα νοήματα της ταινίας. Τα νοήματα αυτά αποτελούν τροφή για αυτοδιαχειριζόμενη σκέψη αφήνοντας περιθώριο στον θεατή να δώσει την δική του ερμηνεία. Προσωπικά ένιωσα έναν καταιγισμό από μηνύματα σε ότι αφορά την ρευστότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, του εύπλαστου χαρακτήρα των ανθρώπων και της όψης των πραγμάτων αποσπασμένη από τα συμφραζόμενά της. Και οι τέσσερις πρωταγωνιστές είναι φιγούρες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και επικοινωνούν μεταξύ τους με έναν ξεχωριστό τρόπο. Τα λόγια σε αυτή την ταινία δεν αποτελούν τον μοναδικό τρόπο επικοινωνίας. Τα ταμπού σε αυτή την ταινία δεν αγγίζουν τους χαρακτήρες στα πλαίσια της κοινωνίας (η επιτυχία της ταινίας είναι ότι δεν παρουσιάζει εκφυλιστικά στοιχεία στον τρόπο που λειτουργούν οι πρωταγωνιστές) . Μία μοναδική διάσταση της σχέσης μεταξύ πατέρα και κόρης , που σπάνια συναντά κανείς ακόμα και στο σινεμά, ορθώνεται ως σύμβολο σχέσης μεταξύ δύο ατόμων που λειτουργούν με ειλικρίνεια και απουσία κόμπλεξ. Τα θερμότερα συγχαρητήρια από μένα για την εκπληκτική ταινία με τα πολλαπλά εκπληκτικά νοήματα, τις εκπληκτικές ερμηνείες, την εκπληκτική μουσική επένδυση και την εκπληκτική (βεβαίως!!) σκηνοθετική απόδωση.