Λίγη ακόμα υπομονή πρέπει να κάνουν οι πολίτες της Δράμας ώστε να αποδοθεί προς χρήση ένα από τα ιστορικά κτίρια της πόλης, το Αράπ Τζαμί, στην πλατεία Δικαστηρίων. Ένα κτίριο-στολίδι για την πόλη, που οι εσωτερικές του τοιχογραφίες -όσες έχουν διασωθεί- αποτελούν ένα καλά κρυμμένο θησαυρό.

Δημόσιο, δήμος, απαλλοτριώσεις, ΕΣΠΑ, έλεγχοι, απανωτές εργολαβίες, απανωτές παρατάσεις, αμέτρητα εμπόδια αλλά και σημαντική συνεισφορά ιδιωτών, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά μιας παρέμβασης στην πόλη που συζητιέται εδώ και δεκαετίες. Τώρα φαίνεται ότι το έργο αποκατάστασης οδεύει προς το τέλος του. Η πόλη περιμένει πως και πως να λειτουργήσει ως επισκέψιμο μνημείο και ως χώρος πολιτισμού για εκθέσεις ζωγραφικής, φωτογραφίας και εικαστικών, παρουσιάσεις βιβλίων και άλλα δρώμενα.

Οι καθυστερήσεις, τεχνικής και γραφειοκρατικής φύσης που προκάλεσε (και) η πανδημία, δεν ήταν λίγες. Το τελευταίο χρονοδιάγραμμα προέβλεπε απόδοση του χώρου στα τέλη του 2023, ωστόσο προ ημερών η γενική διεύθυνση αναστήλωσης μουσείων και τεχνικών έργων του υπουργείου Πολιτισμού έλαβε απόφαση παράτασης περαίωσης του έργου έως τις αρχές του προσεχούς Μαΐου. Σε εξέλιξη είναι αυτό το διάστημα οι εργασίες στεγάνωσης στην οροφή του μνημείου ενώ προηγήθηκαν και οι εργασίες συντήρησης του μοναδικού ζωγραφικού διακόσμου εντός του κτιρίου αλλά και των μαρμάρινων και λίθινων κεραμικών στοιχείων.

Το κτίριο βρίσκεται στο διοικητικό κέντρο της παλιάς μουσουλμανικής συνοικίας της Δράμας, στη συμβολή των σημερινών οδών Μ. Αλεξάνδρου, Κ. Παλαιολόγου και Λ. Λαμπριανίδου. Το Αράπ Τζαμί κτίστηκε μεταξύ 1850-1875 σε θέση παλαιότερου τεμένους του 16ου αιώνα. Ανήκει στον μονότρουλο τύπο με υπερώο προς τα εμπρός. Κεραμίδια βυζαντινού τύπου σκεπάζουν τον οκτάπλευρο τρούλο του. Η αρχιτεκτονική μορφή του το κατατάσσει στην τρίτη περίοδο της Οθωμανικής Αρχιτεκτονικής (1730-1876).

Οι περιπέτειες στο χρόνο

Όπως συνέβη και με άλλα τεμένη, έτσι κι αυτό, το 1922 πωλήθηκε σε ιδιώτες. Για κάποια χρόνια λειτούργησε ως χοροδιδασκαλείο. Κατά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής, το τζαμί παραβιάστηκε και λεηλατήθηκε. Μετά την απελευθέρωση της Δράμας, στο τζαμί στεγάστηκε το Ωδείο της πόλης. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το ιστορικό κτίριο μεταβιβάστηκε σε διάφορους ιδιοκτήτες, με τελευταίο τον πολιτικό μηχανικό Χρήστο Καλογήρου.

Στην ιστορική μνήμη της πόλης, θεωρείται ότι έμεινε επί έναν αιώνα ερειπωμένο και καταπατημένο. Σημαντικοί σταθμοί στη διάσωσή του ήταν το 1977 όταν χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο λόγω της αρχιτεκτονικής του ιδιομορφίας και το 2001 όταν περιήλθε στη δικαιοδοσία του δήμου Δράμας.

Μέχρι να γίνει ιδιοκτησία των δημοτών, το τέμενος είχε «πνιγεί» περιμετρικά από άλλα ισόγεια κτίσματα, κυρίως καταστήματα, που χτίστηκαν μεταγενέστερα, κρύβοντας τελείως το παλιό τζαμί το οποίο έπαψε να έχει ακόμα και πρόσβαση από το δρόμο. Αυτό καθιστούσε αδύνατη όχι μόνο τη συντήρησή του αλλά και την καθαριότητα.

Μία από τις ενδιαφέρουσες πτυχές της ιστορίας αποκατάστασής του είναι ότι το έργο το έχουν χρηματοδοτήσει εταιρίες της Δράμας, γνωστές και από δεκάδες άλλες δράσεις τους στο πλαίσιο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Μάλιστα, ιδιώτες αγόρασαν τα παρακείμενα ακίνητα, που έκρυβαν το ιστορικό κτίριο, τα γκρέμισαν και τα άφησαν άκτιστα ώστε να αποκατασταθεί η προσβασιμότητα και η ορατότητα του κτιρίου.

Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ακόμη και η πρόσβαση των συνεργείων στο εσωτερικό του τεμένους γινόταν αρχικά μέσα από ένα κατάστημα που βρισκόταν μπροστά στο μνημείο. Οι ίδιοι ιδιώτες είναι πίσω από τη διάσωση κι άλλων ιστορικών κτιρίων της πόλης.