Η Μνημοσύνη και η Λήθη, σύμφωνα με την μυθολογία των αρχαίων, ήταν δυο παράλληλοι ποταμοί του Άδη – ¨Βασίλειο των Ψυχών¨ – του Κάτω Κόσμου. Ήταν καρπός – απόκτημα της συνεύρεσης της Γαίας και του Ουρανού, η οποία ανήκει στους Τιτάνες της αρχαίας μυθολογίας. Η ίδια από την ερωτική εννεαήμερη συνεύρεση της με τον Δία, απέκτησε τις εννέα Μούσες. Η Λήθη αναφέρεται για τη Λησμονιά του παρελθόντος, η δε Μνήμη στο Παρόν.
Αποσαφηνίζεται, πως όλες οι τελετουργικές διεργασίες, είναι κοινωνικές εκδηλώσεις, ενταγμένες και υπακούν σ΄ ένα άγραφο και απαράβατο ,καθολικά αποδεκτό θρησκευτικό ηθικό κώδικα.
Όλος ο κύκλος των απαιτούμενων εργασιών, από τη προετοιμασία – τη νεκρική τελετουργία – τη ταφή του εκλιπόντα μέχρι την εξιλέωση του, αποτελεί μια μακρά πορεία μια απαιτητική και πολυδάπανη διαδικασία.
Στο στάδιο της προετοιμασίας εντάσσονται μια σειρά από ενέργειες που ξεκινούν περίπου από την εκδήλωση της πάθησης – αρρώστιας του μελλοθανάτου. Ως τέτοιες, συγυρίζεται το σπίτι, υφαίνονταν οι μαντίλες – μαντηλάκια – πετσέτες – που μοιράζονται με το κολάκι μετά την Ταφή.
Ξεκινάν επίσης οι προμήθειες για τα εδέσματα που θα προσφερθούν στους προσκυνητές, μετά τον ενταφιασμό, στα Μνήματα.
Οι ετήσιες αναβιώσεις αποτείνουν τον δέοντα σεβασμό στους αποδημήσαντες, με κυρίαρχα τα αισθήματα του πόνου, της θλίψης, του στεναγμού, τα οποία δεν αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του όλου τελετουργικού, αλλά στυγνή πραγματικότητα.
Γεγονός αδιαμφισβήτητο αποτελεί, πως τα ταφικά μας έθιμα, οι πρακτικές που ακολουθούνται, εκπορεύονται από τα πανάρχαια χρόνια. Στο μέτρο του δυνατού ακολουθούν πιστά αυτά των αρχαίων μας προγόνων και αυτό το γεγονός, θα πρέπει να ενισχύει την αυτοπεποίθησή μας και να μας γεμίζει υπερηφάνεια. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθούν ειδωλολατρικά καθώς η πίστη των αρχαίων προηγήθηκε της χριστιανικής και πολλά απ΄ αυτά υιοθετήθηκαν αυτούσια από την ορθοδοξία.
Κλασικό Παράδειγμα αποτελεί ο Διόνυσος, ο οποίος κατά την Μυθολογία, αφού θανατώθηκε από τους Τιτάνες στη συνέχεια αναστήθηκε. Έτσι θεωρούσαν πως οι Ψυχές των νεκρών λυτρώνονται και ανεβαίνουν στον επάνω Κόσμο. Την ίδια περίπου θεώρηση ασπάστηκε και ο Χριστιανισμός, όπου οι Πιστοί τα Ψυχοσάββατα πέρα από το Τρισάγιο που ψάλετε, προσφέρουν στο Μνήμα τους και εδέσματα στη Μνήμη τους.
Από τη μια αξιοπρεπή Ταφή και από την άλλη η απόδοση τιμών στο νεκρό. Το δίπολο του χρέους, των υποχρεώσεων που λέει ο απλός λαός και της εξιλέωσης των εν ζωή συγγενών του εκλιπόντος.
Η πίστη των Βωλακιωτών στη μεταθανάτιο ζωή, δεν μεταδόθηκε – εμπεδώθηκε με τον χριστιανισμό αλλά προϋπήρχε από αρχαιοτάτους χρόνους. Οι δοξασίες των ανθρώπων, είχαν ως απώτερο σκοπό, τον εξευμενισμό των δυνάμεων της φύσης και αργότερα των θεοτήτων, ώστε να τύχουν της εύνοιας αυτών.
Χωρίς καμία αμφιβολία, αμφισβήτηση τα ταφικά μας έθιμα, εκπορεύονται από τα πανάρχαια χρόνια, ομοιάζουν με αυτά των αρχαίων μας προγόνων και αυτό το γεγονός θα πρέπει να ενισχύει την αυτοπεποίθησή μας και να μας γεμίζει υπερηφάνεια. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθούν ειδωλολατρικά καθώς η πίστη των αρχαίων προηγήθηκε της χριστιανικής.
Στο πλαίσιο των ταφικών τελετών συμπεριλαμβάνεται, τόσο η ανάμνηση του νεκρού όσο και η ανακομιδή των οστών του.
Οι αρχαίοι πρόγονοί μας είχαν την καύση των νεκρών και την τέφρα την τοποθετούσαν στο οστεοφυλάκιο – μια επίσης σημαντική τελετουργία αναφορικά με την απόδοση τιμών στον αποθανόντα.
Το σώμα του νεκρού το φροντίζουν και το περιποιούνται οι οικείου του – το νίβουν να είναι καθαρό, το καλλωπίζουν και το ντύνουν με την επίσημη ενδυμασία του, κοπέλες της οικογένειας του.
Η εκφορά του νεκρού και η συνοδεία του, όπως και στο γάμο, δεν ακολουθεί – δεν περιφέρεται από – τον ίδιο δρόμο.
Τα Μνήματα – Κοιμητήρια – βρίσκονταν έξω αλλά και κοντά στον οικισμό των κατοικιών.
Οι νεκροί καίγονταν για λόγους δημόσιας υγιεινής και ασφάλειας ιδιαίτερα σε περιόδους μεγάλων λοιμών και επιδημιών όπως τύφου, πανώλης, λέπρας.
Επειδή εξάλλου υπήρχαν άγρια ζώα στα γύρω βουνά και τα οποία όταν βρίσκονταν σε αναζήτηση τροφής, δεν δίσταζαν να μπουν και στον οικισμό, αυτά έμπαιναν στα Μνήματα και σκάλιζαν ακόμα και τους τάφους των νεκρών για ανεύρεση τροφής.
Πέρα από τη σκαλιστή ταφόπλακα, αρωματικά βότανα και άνθη που μοσχοβολούσαν, κοσμούσαν το Μνήμα του νεκρού, τελευταία κατοικία, μάλιστα αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος στα πλαίσια της απόδοσης τιμής.
Στο νεκροκρέβατο παραπλεύρως, τοποθετούσαν ένα πανέρι οι συγγενείς του αποθανόντος, στο οποίο οι χωριανοί κατά τον αποχαιρετισμό του νεκρού μαζί με τα άνθη, προσκόμιζαν και πρόσφορα, διάφορα τρόφιμα, για να έχει ο νεκρός στο άγνωστο και μακρινό ταξίδι του.
Γεύματα στο τάφο επάνω του νεκρού στρώνονταν, τόσο κατά τον ενταφιασμό όσο και μετά, σε καθημερινή βάση επί μακρό χρονικό διάστημα (Τρίμερα, Εννιάμερα, εικοσαήμερα, σαραντάμερα, τρίμηνα, εξάμηνα, εννεάμηνα, τον χρόνο, τρία χρόνια κλπ. … γεύματα σε ανάμνηση του νεκρού – νεκρών).
Στις ταφικές τελετές συμπεριλαμβάνεται και το τελετουργικό της ανακομιδής των οστών, το οποίο αποτελεί ένα από τα μεγάλα στοιχήματα ζωής, χρέους και τιμής, που θέτει κάθε ευσεβής χριστιανός κάτοικος του Βώλακα, προκειμένου να εκπληρώσει το χρέος του, απέναντι στα προσφιλή του άτομα – που δεν είναι πλέον στη ζωή.
Οι άνθρωποι επειδή δεν γνώριζαν την ακριβή πορεία της ψυχής του νεκρού, προσέφερναν όλο και πιο μεγάλες σπονδές, προκειμένου ο ¨νεκρός τους¨ να μην ξεμείνει στα μισά της διαδρομής στο Βασιλειο των Ψυχών – Κάτω Κόσμο, στον Άδη. Προ πάντων, να έχει η ψυχή του νεκρού τη δύναμη, αντλώντας ενέργεια από την τροφή (το νερό. το καρσί, το λάδι και τα άλλα προϊόντα των δείπνων) που παράθεταν προς έκκληση στα προς τιμήν τους συμπόσια, να φθάσει η ψυχή στα δώματα των ενάρετων και ευσεβών, στα Ηλύσια Πεδία (Παράδεισος) του Άδη και σε καμιά περίπτωση στα Τάρταρα (Κόλαση).
Η μεταθανάτια κατοικία των ψυχών, διαχρονικά ήταν και παραμένει διακαής πόθος και κύρια έγνοια των συγγενών, ο οποίος επιτελείται και επιτυγχάνεται μέσα από τα τελετουργικά των εγκόσμιων τελετών.
Το όλο τελετουργικό της Ταφής και της απόδοσης τιμών προς τον εκλιπόντα, απαιτούσε μια γενναία δαπάνη. ισόποση με την τελετή ενός Γάμου. Το οικονομικό κόστος για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού – των κατοίκων ήταν δυσανάλογο των δυνατοτήτων τους – δυσβάστακτο.
Ωστόσο, η κάθε οικογένεια ¨θυσίαζε¨ τα πάντα, για να μπορέσει να ικανοποιήσει – να καλύψει τις ¨απαιτήσεις¨ και τις ¨ανάγκες¨ αποχωρισμού του προσφιλούς της μέλους.
Ο Χρόνος, είναι αυτός που αλλοιώνει τις Μνήμες των ανθρώπων, με αποτέλεσμα, τα όποια επαναλαμβανόμενα δρώμενα να ¨χάνουν¨, χρόνο με το χρόνο, κάτι τις από την ένταση, το πάθος, τη χροιά, τη μυσταγωγία.